top of page
Image-empty-state_edited.jpg

Entre la marea y el viento (primera entrega)

Yorgos Seferis

Traducción de Shubert Silveira

Número revista:

5


Γράφεις·

το μελάνι λιγόστεψε η θάλασσα πληθαίνει.





Escribes;

la tinta se acaba

el mar se multiplica.





Τον άγγελο

τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια κοιτάζοντας πολύ κοντά

τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.

Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα

για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι

μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.

Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι

βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πληγώναν.

Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής

τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω

αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.





Al mensajero

lo hemos esperado por tres años escrutando más allá

de los pinos, de la costa y de las estrellas.

Fundidos en el filo del arado o en la quilla del barco buscábamos encontrar otra vez la semilla

para recomenzar la antigua acción.

Regresábamos muy cansados a casa

con los miembros destrozados, con la boca estropeada por el gusto del óxido y de la sal.

Cuando despertamos viajábamos hacia el norte, extranjeros, sumergidos en la bruma de las alas blancas de los cisnes que nos herían.

En las noches de invierno la ráfaga del viento del este nos enloquecía,

en los veranos nos perdíamos dentro de la agonía de los días que no llegaban a morir.

Llevábamos detrás

estos bajorrelieves de un arte humilde.





Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης[2]

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.

Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο

έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.

Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα.






Recuerda el baño en donde fuiste asesinado

Me desperté con esta cabeza de mármol en mis manos que me cansa los codos y no sé dónde apoyarla.

Cayó en el sueño mientras yo salía de él

así se unieron nuestras vidas y será muy difícil volver a separarlas.

Miro sus ojos. Ni abiertos ni cerrados

hablo a la boca que constantemente busca hablar Sostengo las mejillas que cruzan la piel.

No tengo más fuerzas

mis manos desaparecen y vuelven a mí mutiladas.





Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι, μέσα στην ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες πάνω

στους μαύρους βράχους τα σχήματα των δέντρων και τα σπίτια με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.


Tu sangre algunas veces se congelaba como la luna en la inagotable noche tu sangre

desplegaba sus alas blancas sobre

las negras rocas, las sombras de los árboles y las casas con la escasa luz de nuestros años niños.





Ύδρα


Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές.

Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε, σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά, τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε

τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.

Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα.

Θά ηταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν

θά ηταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν θά ηταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα·

το γύρευες

τί γύρευες μπροστά στη στάχτη ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο, την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα

κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες σου ’δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος, τί γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τί γύρευες;





Hidra


Delfines, estandartes y cañones.

La mar que alguna vez fue tan amarga para tu alma, ondulaba los barcos centellantes y abigarrados

se inclinó, los meció, azul con plumas blancas, que alguna vez fue tan amarga para tu alma, ahora está llena de colores al sol.

Velas blancas y luz y remos húmedos batiendo al ritmo de tambor una ola apacible.

Bellos serían tus ojos si mirasen

y esplendorosos tus brazos si se abriesen y tan vivaces como antes tus labios frente a tal milagro

lo buscabas

qué buscabas frente a las cenizas o en la lluvia o en la bruma o en el viento,

a la hora en que las luces se volvían tenues y la ciudad se hundía desde las veredas

su corazón te mostraba el Nazareno,

¿qué buscabas? ¿por qué no vienes? ¿qué buscabas?





[3]Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου

χωρίς να πιω ούτε μια στάλα. Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.

Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα, δεν έχω άλλη συντροφιά.

Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια

που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.





Lamento haber dejado fluir un ancho río entre mis dedos

sin beber ni una sola gota. Ahora me hundo en una piedra.

Un pequeño pino sobre la tierra roja es mi única compañía.

Todo lo que amaba se perdió junto con las casas que eran nuevas el pasado verano

y fueron derribadas por el viento del otoño.





[4]Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει

κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά·

μας βαραίνουν

οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν.





Y aunque el viento sople no nos refresca

y aunque bajo los cipreses la sombra continúe erguida y alrededor nos encierren montañas

nos cargan

los amigos que no saben cómo morir.





Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα

ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους

και μια δική του δικαιοσύνη·

πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι

ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,

οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.





Nosotros que partimos en este peregrinaje hemos visto las estatuas rotas

nos olvidamos y dijimos que la vida no se pierde así de fácil que la muerte tiene caminos insondables

y una ley que le es propia:

que cuando nos muramos de pie fraternizando en la piedra

unidos por la dureza y la fragilidad,

los antiguos muertos escaparon del ciclo y resucitaron y sonríen en una extraña serenidad.





[5]Λίγο ακόμα

θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζειτις

λίγο ακόμα,

να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα





Un poco más

veremos florecer los almendros los mármoles brillar al sol

el mar agitarse

un poco más,

elévanos un poco más alto.





Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.

Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε

αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:

Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.





Aquí terminan las obras del mar, las obras del amor. Aquellos que algún día vivirán aquí donde morimos Si se oscurece la sangre y se desborda en su memoria

que no se olviden de nosotros, almas frágiles entre los asfódelos, que vuelvan las cabezas de las víctimas hacia la oscuridad:

Nosotros que nada teníamos les hemos enseñado la paz.





Σαντορίνη


Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά

που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ' όνομα τον τόπο

και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.

Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας

τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας.

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,

δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη· στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει

στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

Bωμοί γκρεμισμένοι κι οι φίλοι ξεχασμένοι

φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι

που άγγιξε τον ορίζοντα.

Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο και στέγνωσε η αγάπη

μέσα σε τρύπιες ψυχές·

όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις κύκλο τα πόδια θερισμένα

κύκλο τα χέρια πεθαμένα κύκλο τα μάτια σκοτεινά·

όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις το θάνατο που γύρευες δικό σου, ακούγοντας μια κραυγή

ακόμη και του λύκου την κραυγή, το δίκιο σου·

άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό

και βούλιαξε,

βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.


Οκτώμβρης 1935





Santorini


Asómate si puedes en este oscuro mar olvidando el sonido de una flauta bajo los pies descalzos que pisotearon el sueño de la otra vida sumergida.

Escribe si puedes sobre la última ostra el día, el nombre, el lugar

y lánzala al mar para que se hunda.

Nos encontrábamos desnudos bajo la liparita mirando las islas que emergían

mirando las islas rojas que se hundían en su sueño, en nuestro sueño.

Aquí nos encontrábamos desnudos llevando la balanza que se inclinaba del lado

de la injusticia.

El vigoroso talón, voluntad sin sombra, amor calculado bocetos que maduran al sol del mediodía

camino del destino que golpea el hombro con una palma joven:

en la tierra dispersa y ya sin fuerza

en esa tierra que alguna vez fue nuestra se hunden las islas, herrumbre y ceniza.

Altares derruidos

y los amigos olvidados

hojas de palmeras por el barro.

Si puedes, deja que tus manos viajen aquí en el rincón del tiempo con el barco que tocó el horizonte.

Cuando el dado golpeó la losa cuando la lanza golpeó el peto cuando el ojo reconoció al extranjero y el amor se marchitó

dentro de almas rasgadas: cuando miras en torno a ti y ves por doquier pies sesgados

por doquier manos muertas por doquier ojos enceguecidos. Cuando ya no puedes ni elegir la muerte que querías para ti, escuchando el aullido

todavía el aullido del lobo tu justo derecho:

si puedes, deja que tus manos viajen despréndete del tiempo infiel

y húndete,

se hunde aquel que levanta grandes piedras.


Octubre de 1935


[1] El título “Entre la marea y el viento” está tomado de un poema de Arquíloco (siglo VII a.C.), de cuya obra no nos quedan sino pasajes.

Fragmento 212 de Arquíloco:

ἵστη κατ᾽ ἠκὴν κύματός τε κἀνέμου.

[2] Se trata del verso 491 de Las coéforas de Esquilo.

[3] Este poema fue musicalizado en 1982 por Giannis Bogdanos y Emilia Kougioumtzi.

[4] Este poema fue musicalizado por Manolis Mitsias en 1975.

[5] Este poema fue musicalizado por Mikis Theodorakis en 1971 con voz de María Farantoúri.

bottom of page